Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλυνός
πλυντήριος
πλύνω
πλύσις
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
πνεῦμα
πνευματικός
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγίζω
πνιγμός
πνιγόεις
View word page
πλωτός
πλωτός πλωτός, ή, όν πλώω floating, Od., Hdt.; πλωτοί swimmers, i. e. fish, Anth. navigable, Hdt. of seasons, fit for navigation, Polyb.
ShortDef
floating, swimming; navigable
Debugging
Headword:
πλωτός
Headword (normalized):
πλωτός
Headword (normalized/stripped):
πλωτος
IDX:
26460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26492
Key:
plwto/s
Data
{'content': 'πλωτός\n πλωτός, ή, όν\n πλώω\n floating, Od., Hdt.; πλωτοί swimmers, i. e. fish, Anth.\n navigable, Hdt.\n of seasons, fit for navigation, Polyb.', 'key': 'plwto/s'}