Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλοχμός
πλυνός
πλυντήριος
πλύνω
πλύσις
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
πνεῦμα
πνευματικός
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγίζω
πνιγμός
View word page
πλωτικός
πλωτικός πλωτικός, ή, όν skilled in seamanship, a seaman, Plat., Plut.; also a shipowner, Plut.
ShortDef
skilled in seamanship, a seaman
Debugging
Headword:
πλωτικός
Headword (normalized):
πλωτικός
Headword (normalized/stripped):
πλωτικος
IDX:
26459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26491
Key:
plwtiko/s
Data
{'content': 'πλωτικός\n πλωτικός, ή, όν\n skilled in seamanship, a seaman, Plat., Plut.; also a shipowner, Plut.', 'key': 'plwtiko/s'}