Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πλούτων
πλοχμός
πλυνός
πλυντήριος
πλύνω
πλύσις
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
πνεῦμα
πνευματικός
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγίζω
View word page
πλωτήρ
πλωτήρ πλωτήρ, ῆρος, ὁ, πλώω a sailor, seaman, Ar., Plat.; including rowers and navigators, Arist.
ShortDef
a sailor, seaman
Debugging
Headword:
πλωτήρ
Headword (normalized):
πλωτήρ
Headword (normalized/stripped):
πλωτηρ
IDX:
26458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26490
Key:
plwth/r
Data
{'content': 'πλωτήρ\n πλωτήρ, ῆρος, ὁ,\n πλώω\n a sailor, seaman, Ar., Plat.; including rowers and navigators, Arist.', 'key': 'plwth/r'}