Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
πλυνός
πλυντήριος
πλύνω
πλύσις
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
πνεῦμα
πνευματικός
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνιγηρός
View word page
πλωτεύομαι
πλωτεύομαι πλώτης Pass. to be navigated, of the sea, to navigate, Polyb.
ShortDef
to be navigated
Debugging
Headword:
πλωτεύομαι
Headword (normalized):
πλωτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
πλωτευομαι
IDX:
26457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26489
Key:
plwteu/w
Data
{'content': 'πλωτεύομαι\n πλώτης\n Pass. to be navigated, of the sea, to navigate, Polyb.', 'key': 'plwteu/w'}