Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλουτοποιός
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
πλυνός
πλυντήριος
πλύνω
πλύσις
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
πνεῦμα
πνευματικός
πνεύμων
πνευστιάω
View word page
πλωΐζω
πλωΐζω Ionic imperf. πλωίζεσκον:— to sail on the sea, Hes.; οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἐπλώιζον began to use ships or practise navigation, Thuc.:—as Dep. πλωίζομαι, Strab., Luc.

ShortDef

sail on the sea

Debugging

Headword:
πλωΐζω
Headword (normalized):
πλωΐζω
Headword (normalized/stripped):
πλωιζω
IDX:
26454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26486
Key:
plwi/zw

Data

{'content': 'πλωΐζω\n Ionic imperf. πλωίζεσκον:— to sail on the sea, Hes.; οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἐπλώιζον began to use ships or practise navigation, Thuc.:—as Dep. πλωίζομαι, Strab., Luc.', 'key': 'plwi/zw'}