Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλουτίνδην
πλουτογαθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
πλυνός
πλυντήριος
πλύνω
πλύσις
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
View word page
πλυνός
πλυνός πλῠνός, οῦ, ὁ, πλύνω a trough, tank, or pit, in which dirty clothes were washed by treading, Hom. metaph., πλυνὸν ποιεῖν τινα, πλύνω II, Ar.
ShortDef
a washing place; trough, basin
Debugging
Headword:
πλυνός
Headword (normalized):
πλυνός
Headword (normalized/stripped):
πλυνος
IDX:
26450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26482
Key:
pluno/s
Data
{'content': 'πλυνός\n πλῠνός, οῦ, ὁ,\n πλύνω\n a trough, tank, or pit, in which dirty clothes were washed by treading, Hom.\n metaph., πλυνὸν ποιεῖν τινα, πλύνω II, Ar.', 'key': 'pluno/s'}