Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογαθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
πλυνός
πλυντήριος
πλύνω
πλύσις
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
View word page
πλοχμός
πλοχμός πλοχμός, οῦ, ὁ, like πλόκαμος, mostly in pl. locks, braids of hair, Il., Anth. the tendrils of the polypus, Anth.
ShortDef
locks, braids of hair
Debugging
Headword:
πλοχμός
Headword (normalized):
πλοχμός
Headword (normalized/stripped):
πλοχμος
IDX:
26449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26481
Key:
ploxmo/s
Data
{'content': 'πλοχμός\n πλοχμός, οῦ, ὁ,\n like πλόκαμος, mostly in pl. locks, braids of hair, Il., Anth.\n the tendrils of the polypus, Anth.', 'key': 'ploxmo/s'}