Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλουτηρός
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογαθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
πλυνός
πλυντήριος
πλύνω
πλύσις
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
View word page
πλουτόχθων
πλουτόχθων πλουτό-χθων, ονος, ὁ, ἡ, rich in earthly treasures, in allusion perh. to the silver mines of Laureion, Aesch.
ShortDef
rich in earthly treasures
Debugging
Headword:
πλουτόχθων
Headword (normalized):
πλουτόχθων
Headword (normalized/stripped):
πλουτοχθων
IDX:
26447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26479
Key:
plouto/xqwn
Data
{'content': 'πλουτόχθων\n πλουτό-χθων, ονος, ὁ, ἡ,\n rich in earthly treasures, in allusion perh. to the silver mines of Laureion, Aesch.', 'key': 'plouto/xqwn'}