Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογαθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
πλυνός
πλυντήριος
πλύνω
πλύσις
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώσιμος
View word page
πλοῦτος2
πλοῦτος2 πλοῦτος, ος, εος, τό, = πλοῦτος, ὁ, NTest.

ShortDef

Wealth
wealth, riches
wealth (neut.)

Debugging

Headword:
πλοῦτος2
Headword (normalized):
πλοῦτος
Headword (normalized/stripped):
πλουτος2
IDX:
26446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26478
Key:
plou=tos2

Data

{'content': 'πλοῦτος2\n πλοῦτος, ος, εος, τό,\n = πλοῦτος, ὁ, NTest.', 'key': 'plou=tos2'}