Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογαθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
πλυνός
πλυντήριος
πλύνω
πλύσις
πλωΐζω
View word page
πλουτοποιός
πλουτοποιός πλουτο-ποιός, όν wealth-creating, Plut.
ShortDef
wealth-creating
Debugging
Headword:
πλουτοποιός
Headword (normalized):
πλουτοποιός
Headword (normalized/stripped):
πλουτοποιος
IDX:
26444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26476
Key:
ploutopoio/s
Data
{'content': 'πλουτοποιός\n πλουτο-ποιός, όν\n wealth-creating, Plut.', 'key': 'ploutopoio/s'}