Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογαθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
πλυνός
πλυντήριος
πλύνω
View word page
πλουτοδότης
πλουτοδότης πλουτο-δότης, ου, ὁ, giver of riches, Hes., Anth.
ShortDef
giver of riches
Debugging
Headword:
πλουτοδότης
Headword (normalized):
πλουτοδότης
Headword (normalized/stripped):
πλουτοδοτης
IDX:
26442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26474
Key:
ploutodo/ths
Data
{'content': 'πλουτοδότης\n πλουτο-δότης, ου, ὁ,\n giver of riches, Hes., Anth.', 'key': 'ploutodo/ths'}