Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογαθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
πλυνός
πλυντήριος
View word page
πλουτογαθής
πλουτογαθής πλουτο-γᾱθής, ές γηθέω rejoicing in riches, wealthy, Aesch.

ShortDef

rejoicing in riches, wealthy

Debugging

Headword:
πλουτογαθής
Headword (normalized):
πλουτογαθής
Headword (normalized/stripped):
πλουτογαθης
IDX:
26441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26473
Key:
ploutogaqh/s

Data

{'content': 'πλουτογαθής\n πλουτο-γᾱθής, ές\n γηθέω\n rejoicing in riches, wealthy, Aesch.', 'key': 'ploutogaqh/s'}