Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογαθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
View word page
πλουτίζω
πλουτίζω πλουτίζω, πλοῦτος to make wealthy, enrich, Aesch., Xen.; ironic., πλ. τινὰ ἄταις Aesch.:—Pass., Ἅιδης γόοις πλουτίζεται Soph.; πλ. ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως to gain oneʼs wealth from . . , Xen.
ShortDef
to make wealthy, enrich
Debugging
Headword:
πλουτίζω
Headword (normalized):
πλουτίζω
Headword (normalized/stripped):
πλουτιζω
IDX:
26439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26471
Key:
plouti/zw
Data
{'content': 'πλουτίζω\n πλουτίζω,\n πλοῦτος\n to make wealthy, enrich, Aesch., Xen.; ironic., πλ. τινὰ ἄταις Aesch.:—Pass., Ἅιδης γόοις πλουτίζεται Soph.; πλ. ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως to gain oneʼs wealth from . . , Xen.', 'key': 'plouti/zw'}