Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογαθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτόχθων
Πλούτων
View word page
πλουτητέος
πλουτητέος πλουτητέος, ον, verb. adj. of πλουτέω one must become rich, Luc.
ShortDef
one must become rich
Debugging
Headword:
πλουτητέος
Headword (normalized):
πλουτητέος
Headword (normalized/stripped):
πλουτητεος
IDX:
26438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26470
Key:
plouthte/os
Data
{'content': 'πλουτητέος\n πλουτητέος, ον,\n verb. adj. of πλουτέω\n one must become rich, Luc.', 'key': 'plouthte/os'}