Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασία
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψία
ἀνδρομάχος
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδρόσινις
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
ἀνδρότης
ἀνδροτυχής
ἀνδροφαγέω
ἀνδροφάγος
ἀνδρόφθορος
ἀνδροφθόρος
View word page
ἀνδρόπαις
ἀνδρόπαις ἀνήρ a man-boy, i. e. a youth near manhood, Aesch.

ShortDef

a man-boy

Debugging

Headword:
ἀνδρόπαις
Headword (normalized):
ἀνδρόπαις
Headword (normalized/stripped):
ανδροπαις
IDX:
2646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2647
Key:
a)ndro/pais

Data

{'content': 'ἀνδρόπαις\n ἀνήρ\n a man-boy, i. e. a youth near manhood, Aesch.', 'key': 'a)ndro/pais'}