Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογαθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτόχθων
View word page
πλουτηρός
πλουτηρός from πλουτέω πλουτηρός, ά, όν enriching, ἔργον Xen.

ShortDef

enriching

Debugging

Headword:
πλουτηρός
Headword (normalized):
πλουτηρός
Headword (normalized/stripped):
πλουτηρος
IDX:
26437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26469
Key:
plouthro/s

Data

{'content': 'πλουτηρός\n from πλουτέω\n πλουτηρός, ά, όν\n enriching, ἔργον Xen.', 'key': 'plouthro/s'}