Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογαθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
πλοῦτος
View word page
Πλουτεύς
Πλουτεύς Πλουτεύς, έως, ὁ, collat. form of Πλούτων gen. Πλουτέως, -έος, Anth.; dat. Πλουτέϊ, -ῆι; acc. Πλουτέα Anth., etc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Πλουτεύς
Headword (normalized):
πλουτεύς
Headword (normalized/stripped):
πλουτευς
IDX:
26435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26467
Key:
*plouteu/s

Data

{'content': 'Πλουτεύς\n Πλουτεύς, έως, ὁ,\n collat. form of Πλούτων\n gen. Πλουτέως, -έος, Anth.; dat. Πλουτέϊ, -ῆι; acc. Πλουτέα Anth., etc.', 'key': '*plouteu/s'}