Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογαθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατία
View word page
πλουθυγίεια
πλουθυγίεια πλουθ-ῠγίεια, ης, ἡ, πλοῦτος health and wealth, Ar.; parox. πλουθυγιείᾱ (metri grat.) Ar.
ShortDef
health and wealth
Debugging
Headword:
πλουθυγίεια
Headword (normalized):
πλουθυγίεια
Headword (normalized/stripped):
πλουθυγιεια
IDX:
26433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26465
Key:
plouqugi/eia
Data
{'content': 'πλουθυγίεια\n πλουθ-ῠγίεια, ης, ἡ,\n πλοῦτος\n health and wealth, Ar.; parox. πλουθυγιείᾱ (metri grat.) Ar.', 'key': 'plouqugi/eia'}