Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογαθής
View word page
πλόκος
πλόκος πλόκος, ὁ, πλέκω a lock of hair, a braid, curl, Trag. a wreath or chaplet, πλόκοι σελίνων the parsley- wreath at the Isthmian games, Pind.; μυρσίνης πλόκοι Eur., etc.

ShortDef

a lock of hair, a braid, curl

Debugging

Headword:
πλόκος
Headword (normalized):
πλόκος
Headword (normalized/stripped):
πλοκος
IDX:
26431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26463
Key:
plo/kos

Data

{'content': 'πλόκος\n πλόκος, ὁ,\n πλέκω\n a lock of hair, a braid, curl, Trag.\n a wreath or chaplet, πλόκοι σελίνων the parsley- wreath at the Isthmian games, Pind.; μυρσίνης πλόκοι Eur., etc.', 'key': 'plo/kos'}