Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
View word page
πλοκή
πλοκή πλοκή, ἡ, πλέκω a twining: anything woven, a web, Eur. metaph. the complication of a plot, opp. to λύσις, Arist.
ShortDef
a twining: anything woven, a web
Debugging
Headword:
πλοκή
Headword (normalized):
πλοκή
Headword (normalized/stripped):
πλοκη
IDX:
26430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26462
Key:
plokh/
Data
{'content': 'πλοκή\n πλοκή, ἡ,\n πλέκω\n a twining: anything woven, a web, Eur.\n metaph. the complication of a plot, opp. to λύσις, Arist.', 'key': 'plokh/'}