Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέος
πλουτίζω
View word page
πλόκανον
πλόκανον πλόκᾰνον, ου, τό, πλέκω a plaited rope, Xen.

ShortDef

a plaited rope

Debugging

Headword:
πλόκανον
Headword (normalized):
πλόκανον
Headword (normalized/stripped):
πλοκανον
IDX:
26429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26461
Key:
plo/kanon

Data

{'content': 'πλόκανον\n πλόκᾰνον, ου, τό,\n πλέκω\n a plaited rope, Xen.', 'key': 'plo/kanon'}