Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέος
View word page
πλόκαμος
πλόκαμος πλόκᾰμος, ὁ, πλέκω a lock or braid of hair, Aesch.: in pl. locks, properly of women, Il.:—in sg., collectively, = κόμη, Hdt.; τριχὸς πλ. Aesch.

ShortDef

a lock

Debugging

Headword:
πλόκαμος
Headword (normalized):
πλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
πλοκαμος
IDX:
26428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26460
Key:
plo/kamos

Data

{'content': 'πλόκαμος\n πλόκᾰμος, ὁ,\n πλέκω\n a lock or braid of hair, Aesch.: in pl. locks, properly of women, Il.:—in sg., collectively, = κόμη, Hdt.; τριχὸς πλ. Aesch.', 'key': 'plo/kamos'}