Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
View word page
πλοκαμίς
πλοκαμίς πλοκᾰμίς, ῖδος, = πλόκαμος a lock or braid of hair, of women, Bion.: in sg. curling hair, Theocr.

ShortDef

a lock

Debugging

Headword:
πλοκαμίς
Headword (normalized):
πλοκαμίς
Headword (normalized/stripped):
πλοκαμις
IDX:
26427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26459
Key:
plokami/s

Data

{'content': 'πλοκαμίς\n πλοκᾰμίς, ῖδος,\n = πλόκαμος\n a lock or braid of hair, of women, Bion.: in sg. curling hair, Theocr.', 'key': 'plokami/s'}