Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
πλουτέω
View word page
πλοῖον
πλοῖον πλοῖον, ου, τό, πλέω a floating vessel, a ship, vessel, Hdt., Aesch., etc.; πλοῖα λεπτά small craft, Hdt., Thuc.; πλ. ἱππαγωγά transport- vessels, Hdt.; πλ. μακρά ships of war, Hdt.; πλ. στρογγύλα or φορτηγικά ships burthen, merchantmen, Xen.:—when opp. to ναῦς, a merchant-ship or transport, τοῖς πλοίοις καὶ ταῖς ναυσί Thuc.

ShortDef

a floating vessel, a ship, vessel

Debugging

Headword:
πλοῖον
Headword (normalized):
πλοῖον
Headword (normalized/stripped):
πλοιον
IDX:
26426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26458
Key:
ploi=on

Data

{'content': 'πλοῖον\n πλοῖον, ου, τό,\n πλέω\n a floating vessel, a ship, vessel, Hdt., Aesch., etc.; πλοῖα λεπτά small craft, Hdt., Thuc.; πλ. ἱππαγωγά transport- vessels, Hdt.; πλ. μακρά ships of war, Hdt.; πλ. στρογγύλα or φορτηγικά ships burthen, merchantmen, Xen.:—when opp. to ναῦς, a merchant-ship or transport, τοῖς πλοίοις καὶ ταῖς ναυσί Thuc.', 'key': 'ploi=on'}