πλοῖον
πλοῖον
πλοῖον, ου, τό,
πλέω
a floating vessel, a ship, vessel, Hdt., Aesch., etc.; πλοῖα λεπτά small craft, Hdt., Thuc.; πλ. ἱππαγωγά transport- vessels, Hdt.; πλ. μακρά ships of war, Hdt.; πλ. στρογγύλα or φορτηγικά ships burthen, merchantmen, Xen.:—when opp. to ναῦς, a merchant-ship or transport, τοῖς πλοίοις καὶ ταῖς ναυσί Thuc.