Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
Πλουτεύς
View word page
πλοιάριον
πλοιάριον πλοιάριον (ᾰ), ου, τό, Dim. of πλοῖον a skiff, boat, Ar., Xen.
ShortDef
a skiff, boat
Debugging
Headword:
πλοιάριον
Headword (normalized):
πλοιάριον
Headword (normalized/stripped):
πλοιαριον
IDX:
26425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26457
Key:
ploia/rion
Data
{'content': 'πλοιάριον\n πλοιάριον (ᾰ), ου, τό,\n Dim. of πλοῖον\n a skiff, boat, Ar., Xen.', 'key': 'ploia/rion'}