Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλούσιος
View word page
πλοητόκος
πλοητόκος πλοη-τόκος, ον, τεκεῖν producing navigation, Anth.

ShortDef

producing navigation

Debugging

Headword:
πλοητόκος
Headword (normalized):
πλοητόκος
Headword (normalized/stripped):
πλοητοκος
IDX:
26424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26456
Key:
plohto/kos

Data

{'content': 'πλοητόκος\n πλοη-τόκος, ον,\n τεκεῖν\n producing navigation, Anth.', 'key': 'plohto/kos'}