Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
View word page
πλίσσομαι
πλίσσομαι to cross the legs, as in trotting, πλίσσοντο πόδεσσιν they trotted, Od.; in comp., ἂν ἀπεπλίξατο would have trotted off, Ar.

ShortDef

to cross the legs

Debugging

Headword:
πλίσσομαι
Headword (normalized):
πλίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
πλισσομαι
IDX:
26423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26455
Key:
pli/ssomai

Data

{'content': 'πλίσσομαι\n to cross the legs, as in trotting, πλίσσοντο πόδεσσιν they trotted, Od.; in comp., ἂν ἀπεπλίξατο would have trotted off, Ar.', 'key': 'pli/ssomai'}