Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
πλόος
View word page
πλινθυφής
πλινθυφής πλινθ-ῠφής, ές ὑφαίνω brick-built, Aesch.

ShortDef

brick-built

Debugging

Headword:
πλινθυφής
Headword (normalized):
πλινθυφής
Headword (normalized/stripped):
πλινθυφης
IDX:
26422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26454
Key:
plinqufh/s

Data

{'content': 'πλινθυφής\n πλινθ-ῠφής, ές\n ὑφαίνω\n brick-built, Aesch.', 'key': 'plinqufh/s'}