Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
πλόκος
View word page
πλινθοφόρος
πλινθοφόρος πλινθο-φόρος, ον, φέρω carrying bricks, Ar.

ShortDef

carrying bricks

Debugging

Headword:
πλινθοφόρος
Headword (normalized):
πλινθοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πλινθοφορος
IDX:
26421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26453
Key:
plinqofo/ros

Data

{'content': 'πλινθοφόρος\n πλινθο-φόρος, ον,\n φέρω\n carrying bricks, Ar.', 'key': 'plinqofo/ros'}