Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκή
View word page
πλινθοφορέω
πλινθοφορέω πλινθοφορέω, fut. -ήσω carry bricks, Ar. from πλινθοφόρος
ShortDef
carry bricks
Debugging
Headword:
πλινθοφορέω
Headword (normalized):
πλινθοφορέω
Headword (normalized/stripped):
πλινθοφορεω
IDX:
26420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26452
Key:
plinqofore/w
Data
{'content': 'πλινθοφορέω\n πλινθοφορέω,\n fut. -ήσω\n carry bricks, Ar.\n from πλινθοφόρος', 'key': 'plinqofore/w'}