Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλήσσω
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
πλόκανον
View word page
πλινθουργός
πλινθουργός πλινθ-ουργός, οῦ, ὁ, *ἔργω a brickmaker, Plat.
ShortDef
a brickmaker
Debugging
Headword:
πλινθουργός
Headword (normalized):
πλινθουργός
Headword (normalized/stripped):
πλινθουργος
IDX:
26419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26451
Key:
plinqourgo/s
Data
{'content': 'πλινθουργός\n πλινθ-ουργός, οῦ, ὁ,\n *ἔργω\n a brickmaker, Plat.', 'key': 'plinqourgo/s'}