Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλησμονή
πλήσσω
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
πλόκαμος
View word page
πλινθουργέω
πλινθουργέω πλινθουργέω, fut. -ήσω to make bricks, Ar. from πλινθουργός
ShortDef
to make bricks
Debugging
Headword:
πλινθουργέω
Headword (normalized):
πλινθουργέω
Headword (normalized/stripped):
πλινθουργεω
IDX:
26418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26450
Key:
plinqourge/w
Data
{'content': 'πλινθουργέω\n πλινθουργέω,\n fut. -ήσω\n to make bricks, Ar.\n from πλινθουργός', 'key': 'plinqourge/w'}