Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασία
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψία
ἀνδρομάχος
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδρόσινις
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
ἀνδρότης
ἀνδροτυχής
ἀνδροφαγέω
ἀνδροφάγος
View word page
ἀνδρόμεος
ἀνδρόμεος ἀνήρ of man or men, human, κρέα Hom.; ψωμοὶ ἀνδρ. goblets of manʼs flesh, Od.
ShortDef
of man
Debugging
Headword:
ἀνδρόμεος
Headword (normalized):
ἀνδρόμεος
Headword (normalized/stripped):
ανδρομεος
IDX:
2644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2645
Key:
a)ndro/meos
Data
{'content': 'ἀνδρόμεος\n ἀνήρ\n of man or men, human, κρέα Hom.; ψωμοὶ ἀνδρ. goblets of manʼs flesh, Od.', 'key': 'a)ndro/meos'}