Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλησίστιος
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
View word page
πλινθοποιέω
πλινθοποιέω πλινθο-ποιέω, fut. -ήσω to make bricks, Ar.

ShortDef

to make bricks

Debugging

Headword:
πλινθοποιέω
Headword (normalized):
πλινθοποιέω
Headword (normalized/stripped):
πλινθοποιεω
IDX:
26416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26448
Key:
plinqopoie/w

Data

{'content': 'πλινθοποιέω\n πλινθο-ποιέω,\n fut. -ήσω\n to make bricks, Ar.', 'key': 'plinqopoie/w'}