Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλησιόχωρος
πλησίστιος
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
View word page
πλινθόομαι
πλινθόομαι Mid. to build as with bricks, Anth.

ShortDef

build as with bricks

Debugging

Headword:
πλινθόομαι
Headword (normalized):
πλινθόομαι
Headword (normalized/stripped):
πλινθοομαι
IDX:
26415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26447
Key:
plinqo/mai

Data

{'content': 'πλινθόομαι\n Mid. to build as with bricks, Anth.', 'key': 'plinqo/mai'}