Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλησίος
πλησιόχωρος
πλησίστιος
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
View word page
πλινθίς
πλινθίς πλινθίς, ίδος, ἡ, Dim. of πλίνθος a whetstone, Anth.
ShortDef
a whetstone
Debugging
Headword:
πλινθίς
Headword (normalized):
πλινθίς
Headword (normalized/stripped):
πλινθις
IDX:
26414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26446
Key:
plinqi/s
Data
{'content': 'πλινθίς\n πλινθίς, ίδος, ἡ,\n Dim. of πλίνθος\n a whetstone, Anth.', 'key': 'plinqi/s'}