Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλησιάζω
πλησιασμός
πλησίος
πλησιόχωρος
πλησίστιος
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
View word page
πλίνθινος
πλίνθινος πλίνθῐνος, η, ον πλίνθος of brick, Hdt., Xen.

ShortDef

of brick

Debugging

Headword:
πλίνθινος
Headword (normalized):
πλίνθινος
Headword (normalized/stripped):
πλινθινος
IDX:
26412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26444
Key:
pli/nqinos

Data

{'content': 'πλίνθινος\n πλίνθῐνος, η, ον\n πλίνθος\n of brick, Hdt., Xen.', 'key': 'pli/nqinos'}