Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πληρωτής
πλησιάζω
πλησιασμός
πλησίος
πλησιόχωρος
πλησίστιος
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
View word page
πλινθηδόν
πλινθηδόν πλίνθος brick-fashion, i. e. in courses with the joints alternating, Hdt.
ShortDef
brick-fashion
Debugging
Headword:
πλινθηδόν
Headword (normalized):
πλινθηδόν
Headword (normalized/stripped):
πλινθηδον
IDX:
26411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26443
Key:
plinqhdo/n
Data
{'content': 'πλινθηδόν\n \n πλίνθος\n brick-fashion, i. e. in courses with the joints alternating, Hdt.', 'key': 'plinqhdo/n'}