Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτής
πλησιάζω
πλησιασμός
πλησίος
πλησιόχωρος
πλησίστιος
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
View word page
πλησμονή
πλησμονή πλησμονή, ἡ, πίμπλημι a filling or being filled, satiety; esp. of food, repletion, satiety, surfeit, Eur., Xen.:—c. gen., τῶν ἄλλων ἐστι πλ. Ar.

ShortDef

a filling

Debugging

Headword:
πλησμονή
Headword (normalized):
πλησμονή
Headword (normalized/stripped):
πλησμονη
IDX:
26408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26440
Key:
plhsmonh/

Data

{'content': 'πλησμονή\n πλησμονή, ἡ,\n πίμπλημι\n a filling or being filled, satiety; esp. of food, repletion, satiety, surfeit, Eur., Xen.:—c. gen., τῶν ἄλλων ἐστι πλ. Ar.', 'key': 'plhsmonh/'}