Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πληροφορέω
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτής
πλησιάζω
πλησιασμός
πλησίος
πλησιόχωρος
πλησίστιος
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
View word page
πλησίστιος
πλησίστιος πλησ-ίστιος, ον, πίμπλημι filling the sails, οὖρος Od., Eur. pass. with full sails, Plut.
ShortDef
filling the sails
Debugging
Headword:
πλησίστιος
Headword (normalized):
πλησίστιος
Headword (normalized/stripped):
πλησιστιος
IDX:
26406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26438
Key:
plhsi/stios
Data
{'content': 'πλησίστιος\n πλησ-ίστιος, ον,\n πίμπλημι\n filling the sails, οὖρος Od., Eur.\n pass. with full sails, Plut.', 'key': 'plhsi/stios'}