Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλήρης
πληροφορέω
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτής
πλησιάζω
πλησιασμός
πλησίος
πλησιόχωρος
πλησίστιος
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
View word page
πλησιόχωρος
πλησιόχωρος πλησιό-χωρος, ον, near a country, bordering upon, τινι Hdt.; absol., οἱ πλ. persons who live in the next country, next neighbours, Lat. finitimi, Hdt., Thuc.

ShortDef

near a country, bordering upon

Debugging

Headword:
πλησιόχωρος
Headword (normalized):
πλησιόχωρος
Headword (normalized/stripped):
πλησιοχωρος
IDX:
26405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26437
Key:
plhsio/xwros

Data

{'content': 'πλησιόχωρος\n πλησιό-χωρος, ον,\n near a country, bordering upon, τινι Hdt.; absol., οἱ πλ. persons who live in the next country, next neighbours, Lat. finitimi, Hdt., Thuc.', 'key': 'plhsio/xwros'}