Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλήν
πλήξιππος
πλήρης
πληροφορέω
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτής
πλησιάζω
πλησιασμός
πλησίος
πλησιόχωρος
πλησίστιος
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
View word page
πλησιασμός
πλησιασμός πλησιασμός, οῦ, ὁ, Dius in Stob.:— an approaching, approach, Arist.

ShortDef

an approaching, approach

Debugging

Headword:
πλησιασμός
Headword (normalized):
πλησιασμός
Headword (normalized/stripped):
πλησιασμος
IDX:
26403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26435
Key:
plhsiasmo/s

Data

{'content': 'πλησιασμός\n πλησιασμός, οῦ, ὁ,\n Dius in Stob.:— an approaching, approach, Arist.', 'key': 'plhsiasmo/s'}