Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλημυρίς
πλήμνη
πλήν
πλήξιππος
πλήρης
πληροφορέω
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτής
πλησιάζω
πλησιασμός
πλησίος
πλησιόχωρος
πλησίστιος
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλινθεύω
πλινθηδόν
View word page
πληρωτής
πληρωτής πληρωτής, οῦ, ὁ, πληρόω one who completes, Dem.

ShortDef

one who completes

Debugging

Headword:
πληρωτής
Headword (normalized):
πληρωτής
Headword (normalized/stripped):
πληρωτης
IDX:
26401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26433
Key:
plhrwth/s

Data

{'content': 'πληρωτής\n πληρωτής, οῦ, ὁ,\n πληρόω\n one who completes, Dem.', 'key': 'plhrwth/s'}