Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλῆκτρον
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρίς
πλήμνη
πλήν
πλήξιππος
πλήρης
πληροφορέω
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτής
πλησιάζω
πλησιασμός
πλησίος
View word page
πλήξιππος
πλήξιππος πλήξ-ιππος, Doric πλᾱξ-ιππος, ον, striking or driving horses, Il., Hes.
ShortDef
striking
Debugging
Headword:
πλήξιππος
Headword (normalized):
πλήξιππος
Headword (normalized/stripped):
πληξιππος
IDX:
26394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26426
Key:
plh/cippos
Data
{'content': 'πλήξιππος\n πλήξ-ιππος, Doric πλᾱξ-ιππος, ον,\n striking or driving horses, Il., Hes.', 'key': 'plh/cippos'}