Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλήκτης
πληκτίζομαι
πλῆκτρον
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρίς
πλήμνη
πλήν
πλήξιππος
πλήρης
πληροφορέω
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτής
πλησιάζω
View word page
πλήμνη
πλήμνη πλήμνη, ἡ, the nave of a wheel, Il., Hes. Perh. from πλήθω, the filled up or solid part of the wheel.

ShortDef

the nave of a wheel

Debugging

Headword:
πλήμνη
Headword (normalized):
πλήμνη
Headword (normalized/stripped):
πλημνη
IDX:
26392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26424
Key:
plh/mnh

Data

{'content': 'πλήμνη\n πλήμνη, ἡ,\n the nave of a wheel, Il., Hes.\n Perh. from πλήθω, the filled up or solid part of the wheel.', 'key': 'plh/mnh'}