Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλήθω
πληθώρα
πλήκτης
πληκτίζομαι
πλῆκτρον
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρίς
πλήμνη
πλήν
πλήξιππος
πλήρης
πληροφορέω
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
View word page
πλημυρέω
πλημυρέω πλημῡρέω, fut. -ήσω to rise like the flood-tide, to overflow, be redundant, Anth., Plut.
ShortDef
rise like the flood-tide, to be full
Debugging
Headword:
πλημυρέω
Headword (normalized):
πλημυρέω
Headword (normalized/stripped):
πλημυρεω
IDX:
26390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26422
Key:
plhmmure/w
Data
{'content': 'πλημυρέω\n πλημῡρέω,\n fut. -ήσω\n to rise like the flood-tide, to overflow, be redundant, Anth., Plut.', 'key': 'plhmmure/w'}