Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλέω
πλέως
πληγή
πλῆγμα
πλῆθος
πληθύνω
πληθύς
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πλήκτης
πληκτίζομαι
πλῆκτρον
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρίς
πλήμνη
View word page
πλήκτης
πλήκτης πλήκτης, ου, ὁ, πλήσσω a striker, brawler, Plut.

ShortDef

a striker, brawler

Debugging

Headword:
πλήκτης
Headword (normalized):
πλήκτης
Headword (normalized/stripped):
πληκτης
IDX:
26382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26414
Key:
plh/kths

Data

{'content': 'πλήκτης\n πλήκτης, ου, ὁ,\n πλήσσω\n a striker, brawler, Plut.', 'key': 'plh/kths'}