Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλευστικός
πλέω
πλέως
πληγή
πλῆγμα
πλῆθος
πληθύνω
πληθύς
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πλήκτης
πληκτίζομαι
πλῆκτρον
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρίς
View word page
πληθώρα
πληθώρα Ion. πληθώρη, ἡ, fulness, πλ. ἀγορῆς, ἀγορὰ πλήθουσα, Hdt.; v. ἀγορά V. fulness, satiety, Hdt.

ShortDef

fullness, satiety

Debugging

Headword:
πληθώρα
Headword (normalized):
πληθώρα
Headword (normalized/stripped):
πληθωρα
IDX:
26381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26413
Key:
plhqw/rh

Data

{'content': 'πληθώρα\n Ion. πληθώρη, ἡ,\n fulness, πλ. ἀγορῆς, ἀγορὰ πλήθουσα, Hdt.; v. ἀγορά V.\n fulness, satiety, Hdt.', 'key': 'plhqw/rh'}