Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλευροτυπής
πλεύρωμα
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
πλέως
πληγή
πλῆγμα
πλῆθος
πληθύνω
πληθύς
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πλήκτης
πληκτίζομαι
πλῆκτρον
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
View word page
πληθύς
πληθύς πληθύ_ς, ύος, ἡ, fulness, a throng, a crowd, of people, Hom., Plut., etc.
ShortDef
fulness, a throng, a crowd
Debugging
Headword:
πληθύς
Headword (normalized):
πληθύς
Headword (normalized/stripped):
πληθυς
IDX:
26378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26410
Key:
plhqu/s
Data
{'content': 'πληθύς\n πληθύ_ς, ύος, ἡ,\n fulness, a throng, a crowd, of people, Hom., Plut., etc.', 'key': 'plhqu/s'}