Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασία
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψία
ἀνδρομάχος
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδρόσινις
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
View word page
ἀνδροκτόνος
ἀνδροκτόνος ἀνήρ, κτείνω man-slaying, murdering, Hdt., Eur.

ShortDef

man-slaying, murdering

Debugging

Headword:
ἀνδροκτόνος
Headword (normalized):
ἀνδροκτόνος
Headword (normalized/stripped):
ανδροκτονος
IDX:
2640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2641
Key:
a)ndrokto/nos

Data

{'content': 'ἀνδροκτόνος\n ἀνήρ, κτείνω\n man-slaying, murdering, Hdt., Eur.', 'key': 'a)ndrokto/nos'}